σπλαγχνολογία

σπλαγχνολογία
η, Ν
ανατ. μέρος τής ανατομικής που πραγματεύεται τα σπλάγχνα και, συγκεκριμένα, τα όργανα τού αναπνευστικού, τού πεπτικού και τού ουροποιογεννητικού συστήματος, τη σπλήνα, την καρδιά με τα μεγάλα αγγεία και τους ενδοκρινείς αδένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. splanchnology (< σπλάγχνο + -λογία*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπλαγχνολογικός — ή, ό, Ν [σπλαγχνολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπλαγχνολογία …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”