- σπλαγχνολογία
- η, Νανατ. μέρος τής ανατομικής που πραγματεύεται τα σπλάγχνα και, συγκεκριμένα, τα όργανα τού αναπνευστικού, τού πεπτικού και τού ουροποιογεννητικού συστήματος, τη σπλήνα, την καρδιά με τα μεγάλα αγγεία και τους ενδοκρινείς αδένες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. splanchnology (< σπλάγχνο + -λογία*)].
Dictionary of Greek. 2013.